ἐπιτρέπω

ἐπιτρέπω
ἐπιτρέπ-ω, [dialect] Ion. [suff] ἐπιτρεπ-τράπω [pron. full] [ᾰ] Hdt.3.81 : [tense] fut. -τρέψω; [dialect] Dor. [ per.] 3pl.
A

-τρέψοντι Pi.O.6.21

; Cret. inf.

-τραψῆν GDI 5039.21

,5024.12 : [tense] aor. I

-έτρεψα Il.10.116

, etc.: [tense] aor. 2 -έτραπον ib. 59 : [tense] pf.

-τέτρᾰφα Plb.30.6.6

:—[voice] Med., [tense] fut. -τρέψομαι (v.l. -τράψ-) Hdt.3.155 : [tense] aor. 2

-ετρᾰπόμην Od.9.12

:—[voice] Pass., [tense] fut. -τετράψομαι Pisistr. ap. D.L.1.54 : [tense] aor. I

-ετρέφθην Antipho 4.3.5

; [dialect] Ion. -ετράφθην, part.

-τραφθείς Hdt.1.7

: [tense] aor. 2 -ετράπην [pron. full] [ᾰ] Th.5.31 : [tense] pf. (v. infr. 1.6):—prop. to turn to or towards, used by Hom.in [tense] aor. 2 [voice] Med., σοὶ.. θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι thy mind inclined itself to ask, Od.9.12.
b to overturn upon,

τινί τι Luc.Lex.8

.
2 turn over to, transfer, bequeath,

παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ' ἐνὶ μεγάροισι Od.7.149

.
3 commit, entrust to another as trustee, guardian, or vicegerent,

οἱ.. ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα 2.226

;

ἐπιτρέψειας ἕκαστα δμῳάων [ἐκείνῃ] ἥ τις ..ἀρίστη 15.24

, cf. Il.17.509 ; θεοῖσι μῦθον ἐπιτρέψαι leave it to them, Od.22.289, cf. 19.502 ; so κάκοισι θῦμον ἐπιτρέπην ([dialect] Aeol. inf.) Alc. 35.1 ;

σμικραῖς ἑαυτοὺς ἐ. ἐλπίσιν E.Fr.921

; freq. in Prose, ἐ. τινὶ τὰ

πρήγματα Hdt.6.26

;

τὴν πόλιν Id.4.202

;

Νάξον Λυγδάμι Id.1.64

;

τὰ πάντα Th.2.65

;

πλεῖστα τῷ ἀλογίστῳ Id.5.99

;

τὴν ἀρχήν X.An.6.1.31

, etc.; also a son for education, Pl.La.200d: c. dat. et inf.,

τινά τινι γερονταγωγεῖν Ar.Eq.1098

: freq. in [dialect] Att., refer a legal issue to any one,

τινὶ δίαιταν D.59.45

;

διάγνωσις -τετράφθω τῷ ἐπιμελητῇ Pl.Lg.936a

; οἷς (attracted for ) ἂν ἐπιτρέψωσιν οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν, i.e. acquiesce in the court and abide by its decision, ib.784c (for the constr. cf. And.3.34 fin.).
4 c. dat. only, rely upon, leave to,

τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα Il.10.59

;

ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν Od.21.279

;

ἐ. τῇ ὀλιγαρχίῃ Hdt.3.81

; ὥς οἱ (sc. ἰατρῷ) ἐπέτρεψε ib.130 : c. dat. et inf., σοὶ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι he left it to you to work, Il.10.116
, cf. 421, Hdt.9.10 : freq. in [dialect] Att., refer the matter to a person, leave it to his arbitration, Ar.Ach.1115, V.521, Ra.811 ; τινὶ δικαστῇ to one as a judge, Th.4.83 ;

τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ Id.1.28

;

ἐ. τῷ θεῷ περί τινος Pl.Grg.512e

, cf. Alc.1.117e ;

ὑμῖν ἐπιτρέπω καὶ τῷ θεῷ κρῖναι Id.Ap.35d

; Ἀθηναίοις ἐ. περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου to leave their case to the A. save as to the penalty of death, Th.4.54 ;

περὶ ὧν διαφερόμεθα τοῖς οἰκείοις ἐ. D. 27.1

:—[voice] Pass.,

δίκης Λακεδαιμονίοις ἐπιτραπείσης Th.5.31

.
5 [voice] Med., entrust oneself, leave one's case to,

τινί Hdt.1.96

;

διαιτητῇ Id.5.95

, cf. X.An.1.5.8 ; also, to entrust what is one's own to another, Hdt.3.155
,157.
6 [voice] Pass., to be entrusted, ᾧ λαοί τ' ἐπιτετράφαται ([ per.] 3pl. [tense] pf. for ἐπιτετραμμένοι εἰσί) Il.2.25 ; τῇς (sc. Ὥραις) ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανός heaven's gate is committed to them (to open and to shut), 5.750, cf. Hdt.3.142 ; ὑπό τινων ἐπιτρεφθῆναι (sc. ἰατρῷ), of a patient, Antipho 4.3.5 : c. acc. rei, ἐπιτρέπομαί τι I am entrusted with a thing,

ἐπιτραφθέντες τὴν ἀρχήν Hdt.1.7

;

ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν Th.1.126

.
II give up, yield,

Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾶσαν ἐπέτρεψας Il.21.473

; later ἐ. τινί c. inf., permit, suffer, Ar.Pl.1078, Pl.Chrm.171e, etc. : c. acc. et inf., X.An.7.7.8 ; also

ἐ. Θηβαίοις αὐτονόμους εἶναι Id.HG6.3.9

;

οὐδενὶ ἐ. κακῷ εἶναι Id.An.3.2.31

;

ἐ. ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Hdt.2.120

;

μὴ ἐ. τῷ ἀσεβοῦντι Pl.Euthphr.5e

: abs., give way, Pi.O.6.21, Ar.Nu.799, Pl.915, Th.1.71, Pl.Ap.35b:— [voice] Pass., ἄνευ τοῦ ἐπιτραπῆναι without leave, POxy.474.40 (ii A.D.).
2 intr., give way,

οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ Il.10.79

; indulge,

μὴ πάντα ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπίτρεπε Hdt.3.36

;

ταις ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις Pl.Lg.802c

;

τῇ ὀργῇ D.H.7.45

.
III command,

τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τῷ δεξιῷ ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι X.An.6.5.11

: elsewh. c. dat., PLond.3.1173.3 (ii A.D.), etc.:—[voice] Pass.,

ἐπετράπην ὑπὸ σοῦ POxy.51.5

(ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτρέπω — to turn to pres subj act 1st sg ἐπιτρέπω to turn to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτρέπω — επιτρέπω, επέτρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • επιτρέπω — επίτρεψα και επέτρεψα, επιτράπηκα, επιτετραμμένος, μτβ. 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να πει ή να κάνει κάτι, τον αφήνω ελεύθερο να κάνει κάτι, δεν τον εμποδίζω. 2. το παθ. στο γ εν. πρόσωπο όλων των χρόνων, δίνεται η άδεια για κάτι, είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτετραμμένα — ἐπιτρέπω to turn to perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπιτετραμμένᾱ , ἐπιτρέπω to turn to perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπιτετραμμένᾱ , ἐπιτρέπω to turn to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέπεσθε — ἐπιτρέπω to turn to pres imperat mp 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέπετε — ἐπιτρέπω to turn to pres imperat act 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to pres ind act 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέπῃ — ἐπιτρέπω to turn to pres subj mp 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέψει — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind mid 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέψουσι — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέψουσιν — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”